- συγκεκαττυμένος
- συγκεκαττῡμένος , συγκαττύωpatch upperf part mp masc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαττύω — Α 1. (για υποδηματοποιούς, σελοποιούς κ.ά. τεχνίτες) συρράπτω («θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος», Λουκιαν.) 2. μτφ. μηχανεύομαι, επινοώ («ψεύσματα συγκαττύειν» το να μηχανεύεται κάποιος ψέματα, Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καττύω «συρράπτω … Dictionary of Greek